ραγιάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ραγιάς | οι | ραγιάδες |
γενική | του | ραγιά | των | ραγιάδων |
αιτιατική | τον | ραγιά | τους | ραγιάδες |
κλητική | ραγιά | ραγιάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ραγιάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική raya < αραβική رعايا (raʿāyā), πληθυντικός του رعية (raʿiyya: κοπάδι, αγέλη) < ρίζα ر ع ي (r-ʿ-y)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαραγιάς αρσενικό
- (ιστορία) ο μη μουσουλμάνος υπήκοος (υποτελής / σκλάβος) του σουλτάνου στα χρόνια της τουρκοκρατίας
- (κατ’ επέκταση, μειωτικό) υποτελής, υπόδουλος