ραγιαδισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ραγιαδισμός < ραγιάδ(ες) + -ισμός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɾa.ʝa.ðiˈzmos/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαραγιαδισμός αρσενικό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ραγιάς