υποτακτικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υποτακτικότητα < υποτακτικός + -ότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
υποτακτικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του υποτακτικού, το να είναι κάποιος υποτακτικός και να έχει τέτοια νοοτροπία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υποτακτικότητα
|