↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυρποληθείς η πυρποληθείσα το πυρποληθέν
      γενική του πυρποληθέντος της πυρποληθείσας
πυρποληθείσης*
του πυρποληθέντος
    αιτιατική τον πυρποληθέντα την πυρποληθείσα το πυρποληθέν
     κλητική πυρποληθείς πυρποληθείσα πυρποληθέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυρποληθέντες οι πυρποληθείσες τα πυρποληθέντα
      γενική των πυρποληθέντων των πυρποληθεισών των πυρποληθέντων
    αιτιατική τους πυρποληθέντες τις πυρποληθείσες τα πυρποληθέντα
     κλητική πυρποληθέντες πυρποληθείσες πυρποληθέντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «παρευρεθείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πυρποληθείς < αρχαία ελληνική πυρποληθείς, μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος πυρπολέω < αρχαία ελληνική πυρπόλος < πῦρ (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *péh₂wr̥) + πέλω (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷel-: κινώ, γυρίζω)

πυρποληθείς

  Μεταφράσεις

επεξεργασία