πυρπολέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πυρπολέω < πυρπόλος
Ρήμα
επεξεργασίαπυρπολέω-πυρπολῶ
- βάζω φωτιά, καίω, καταστρέφω
- ταῦτα τῶν ἀπὸ Πελοποννήσου στρατηγῶν ἐπιλεγομένων, ἐληλύθεε ἀνὴρ Ἀθηναῖος ἀγγέλλων ἥκειν τὸν βάρβαρον ἐς τὴν Ἀττικὴν καὶ πᾶσαν αὐτὴν πυρπολέεσθαι : Ταύτα σκεπτομένων των εκ Πελοποννήσου στρατηγών ήρθε άνρθπωπός τις από την Αθήνα και ανήγγειλε ότι ο βάρβαρος έφτασε ςι; την Αττικήν και την έκαιε όλη (Ηροδ. Ιστ.8.50)
- ανάβω πυρσούς
- δυναμώνω την φωτιά
- (μεταφορικά) καταστρέφω γενικά και χωρίς την κυριολεκτική χρήση φωτιάς
- (μεταφορικά) καίω, ανάβω πάθη
Συγγενικά
επεξεργασία- και απο τη νοελληνική