πυρπολητής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πυρπολητής < ελληνιστική κοινή πυρπολητής < αρχαία ελληνική πυρπολέω / πυρπολῶ < πυρπόλος < πῦρ + πέλω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπυρπολητής αρσενικό
- αυτός που πυρπολεί
- μπουρλοτιέρης, κυβερνήτης πυρπολικού ή μέλος του πληρώματος
Μεταφράσεις
επεξεργασία πυρπολητής
|