σίλφιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | σίλφιον | τὰ | σίλφιᾰ |
γενική | τοῦ | σιλφίου | τῶν | σιλφίων |
δοτική | τῷ | σιλφίῳ | τοῖς | σιλφίοις |
αιτιατική | τὸ | σίλφιον | τὰ | σίλφιᾰ |
κλητική ὦ! | σίλφιον | σίλφιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σιλφίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σιλφίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σίλφιον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασίλφιον ουδέτερο
- (φυτό) σίλφιο, αρχαίο φυτό, που χρησιμοποιούνταν ως καρύκευμα και ως φάρμακο και σήμερα έχει εξαφανιστεί
Δείτε επίσης
επεξεργασία- σίλφιον στη Βικιπαίδεια