Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σίλφιον τὰ σίλφι
      γενική τοῦ σιλφίου τῶν σιλφίων
      δοτική τῷ σιλφί τοῖς σιλφίοις
    αιτιατική τὸ σίλφιον τὰ σίλφι
     κλητική ! σίλφιον σίλφι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σιλφίω
γεν-δοτ τοῖν  σιλφίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σίλφιον < λείπει η ετυμολογία
 
Ασημένιο νόμισμα απο την Κυρήνη με αναπαράσταση βλαστού σιλφίου

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σίλφιον ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία