Δείτε επίσης: πυργοποιΐα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυργοποιία οι πυργοποιίες
      γενική της πυργοποιίας των πυργοποιιών
    αιτιατική την πυργοποιία τις πυργοποιίες
     κλητική πυργοποιία πυργοποιίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυργοποιία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πυργοποιΐα. Μορφολογικά αναλύεται σε πύργ(ος) + -ο- + -ποιία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /piɾ.ɣo.piˈi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πυρ‐γο‐ποι‐ί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυργοποιία θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυργοποιία < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή πυργοποιΐα. Μορφολογικά αναλύεται σε πύργ(ος) + -ο- + -ποιία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυργοποιία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πυργοποιί αἱ πυργοποιίαι
      γενική τῆς πυργοποιίᾱς τῶν πυργοποιιῶν
      δοτική τῇ πυργοποιί ταῖς πυργοποιίαις
    αιτιατική τὴν πυργοποιίᾱν τὰς πυργοποιίᾱς
     κλητική ! πυργοποιί πυργοποιίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πυργοποιί
γεν-δοτ τοῖν  πυργοποιίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυργοποιία, -ας θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  Πηγές επεξεργασία