πυργοποιία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πυργοποιία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πυργοποιΐα. Μορφολογικά αναλύεται σε πύργ(ος) + -ο- + -ποιία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /piɾ.ɣo.piˈi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πυρ‐γο‐ποι‐ί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπυργοποιία θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- πυργοποιία — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
- πυργοποιΐα σελ.6355 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
Ετυμολογία
επεξεργασία- πυργοποιία < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή πυργοποιΐα. Μορφολογικά αναλύεται σε πύργ(ος) + -ο- + -ποιία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπυργοποιία θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πύργος
Πηγές
επεξεργασία- σελ.324 - Τόμος 18 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πυργοποιίᾱ | αἱ | πυργοποιίαι | ||||
γενική | τῆς | πυργοποιίᾱς | τῶν | πυργοποιιῶν | ||||
δοτική | τῇ | πυργοποιίᾳ | ταῖς | πυργοποιίαις | ||||
αιτιατική | τὴν | πυργοποιίᾱν | τὰς | πυργοποιίᾱς | ||||
κλητική ὦ! | πυργοποιίᾱ | πυργοποιίαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πυργοποιίᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | πυργοποιίαιν | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπυργοποιία, -ας θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
επεξεργασία- πυργοποιία, πυργοποιΐα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.