ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πυργοποιΐ αἱ πυργοποιΐαι
      γενική τῆς πυργοποιΐᾱς τῶν πυργοποιϊῶν
      δοτική τῇ πυργοποιΐ ταῖς πυργοποιΐαις
    αιτιατική τὴν πυργοποιΐᾱν τὰς πυργοποιΐᾱς
     κλητική ! πυργοποιΐ πυργοποιΐαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πυργοποιΐ
γεν-δοτ τοῖν  πυργοποιΐαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πυργοποιΐα (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πύργ(ος) + -ο- + -ποιΐα
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: πυργοποιία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πυργοποιΐα, -ας θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις πύργος και ποιέω