πυλαίος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πυλαίος | η | πυλαία | το | πυλαίο |
γενική | του | πυλαίου | της | πυλαίας | του | πυλαίου |
αιτιατική | τον | πυλαίο | την | πυλαία | το | πυλαίο |
κλητική | πυλαίε | πυλαία | πυλαίο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πυλαίοι | οι | πυλαίες | τα | πυλαία |
γενική | των | πυλαίων | των | πυλαίων | των | πυλαίων |
αιτιατική | τους | πυλαίους | τις | πυλαίες | τα | πυλαία |
κλητική | πυλαίοι | πυλαίες | πυλαία | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πυλαίος < ελληνιστική κοινή πυλαῖος[1] [2] [3] < αρχαία ελληνική πύλη (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική portal[1])
Επίθετο
επεξεργασίαπυλαίος, -α, -ο
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- πυλαία φλέβα: (ανατομία) σημαντική φλέβα του ανθρώπινου σώματος που μεταφέρει το αίμα από τα όργανα της πέψης (όπως το έντερο και το στομάχι) προς το ήπαρ
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 πυλαίος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ πυλαίος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ πυλαῖος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.