↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυλαία φλέβα οι πυλαίες φλέβες
      γενική της πυλαίας φλέβας των πυλαίων φλεβών
    αιτιατική την πυλαία φλέβα τις πυλαίες φλέβες
     κλητική πυλαία φλέβα πυλαίες φλέβες
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πυλαία φλέβα < πυλαία + φλέβα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική veine porte[1])

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

πυλαία φλέβα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. πυλαία φλέβαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)