πταίσμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πταίσμα | τα | πταίσματα |
γενική | του | πταίσματος | των | πταισμάτων |
αιτιατική | το | πταίσμα | τα | πταίσματα |
κλητική | πταίσμα | πταίσματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πταίσμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πταῖσμα (σκόνταμα· λάθος)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpte.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πταί‐σμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
πταίσμα ουδέτερο
- (νομικός όρος) η ελαφρύτερη μορφή αδικήματος που τιμωρείται με πρόστιμο ή ποινές έως ενός μηνός
- σφάλμα, παράπτωμα
- ασήμαντο σφάλμα συγκριτικά με κάτι άλλο
- Υπέπεσε σε ένα πταῖσμα, δεν έκανε δα και κανένα έγκλημα.