Δείτε επίσης: πταῖσμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πταίσμα τα πταίσματα
      γενική του πταίσματος των πταισμάτων
    αιτιατική το πταίσμα τα πταίσματα
     κλητική πταίσμα πταίσματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πταίσμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πταῖσμα (σκόνταμα· λάθος)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpte.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πταί‐σμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πταίσμα ουδέτερο

  1. (νομικός όρος) η ελαφρύτερη μορφή αδικήματος που τιμωρείται με πρόστιμο ή ποινές έως ενός μηνός
  2. σφάλμα, παράπτωμα
  3. ασήμαντο σφάλμα συγκριτικά με κάτι άλλο
    Υπέπεσε σε ένα πταῖσμα, δεν έκανε δα και κανένα έγκλημα.

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία