κακούργημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κακούργημα < αρχαία ελληνική κακούργημα < κακουργέω < κακοῦργος < κακός + ἔργον
Ουσιαστικό
επεξεργασίακακούργημα ουδέτερο
- (νομικός όρος) η βαρύτερη μορφή ποινικού αδικήματος
κακούργημα ουδέτερο