Δείτε επίσης: κακούργος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κακοῦργος < κακός + ἔργον

  Επίθετο επεξεργασία

κακοῦργος, -ος, -ον και κακοεργός

  1. που πράττει το κακό
    ἀλλά με γαστὴρ ὀτρύνει κακοεργός, ἵνα πληγῇσι δαμείω (Οδύσσεια, σ 53-54)
    κι ὅμως ἡ ἄπιστη ἡ κοιλιὰ νὰ χτυπηθῶ μὲ βιάζει (μετάφραση Αργύρη Εφταλιώτη)
  2. ενοχλητικός
  3. βλαπτικός
  4. (ως ουσιαστικό) εγκληματίας

  Αναφορές επεξεργασία

  • Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883