κακοῦργος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
κακοῦργος, -ος, -ον και κακοεργός
- που πράττει το κακό
- ἀλλά με γαστὴρ ὀτρύνει κακοεργός, ἵνα πληγῇσι δαμείω (Οδύσσεια, σ 53-54)
- κι ὅμως ἡ ἄπιστη ἡ κοιλιὰ νὰ χτυπηθῶ μὲ βιάζει (μετάφραση Αργύρη Εφταλιώτη)
- ἀλλά με γαστὴρ ὀτρύνει κακοεργός, ἵνα πληγῇσι δαμείω (Οδύσσεια, σ 53-54)
- ενοχλητικός
- βλαπτικός
- (ως ουσιαστικό) εγκληματίας
Αναφορές επεξεργασία
- Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883