πταισματοδικείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπταισματοδικείο ουδέτερο
- (νομικός όρος) κατώτερο δικαστήριο που εκδικάζει ελαφρά παραπτώματα (πταίσματα)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις πταισματοδίκης, πταίσμα και δίκη
Μεταφράσεις
επεξεργασία πταισματοδικείο