πρυμναίος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πρυμναίος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πρυμναῖος[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε πρύμν(η) + -αίος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾiˈmne.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρυ‐μναί‐ος
Επίθετο επεξεργασία
πρυμναίος, -α, -ο
- (ναυτικός όρος, λόγιο) πρυμνήσιος, που αφορά ή ανήκει στο πίσω μέρος του σκάφους (π.χ. πλοίου, αεροπλάνου, βάρκας)
- ↪ πρυμναίος καταπέλτης, πρυμναία άγκυρα, πρυμναίο πυροβόλο
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πρυμναίος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας