προορατικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προορατικός < αρχαία ελληνική προορατικός < προοράω / προορῶ < πρό + ὁράω / ὁρῶ
Επίθετο
επεξεργασίαπροορατικός, -ή, -ό
- που μπορεί και προβλέπει
- (κατ’ επέκταση) που προνοεί
Συγγενικά
επεξεργασία- προορατικότητα
- → δείτε τις λέξεις προορώ και ορώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία προορατικός