↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προορατικός η προορατική το προορατικό
      γενική του προορατικού της προορατικής του προορατικού
    αιτιατική τον προορατικό την προορατική το προορατικό
     κλητική προορατικέ προορατική προορατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προορατικοί οι προορατικές τα προορατικά
      γενική των προορατικών των προορατικών των προορατικών
    αιτιατική τους προορατικούς τις προορατικές τα προορατικά
     κλητική προορατικοί προορατικές προορατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προορατικός < αρχαία ελληνική προορατικός < προοράω / προορῶ < πρό + ὁράω / ὁρῶ

  Επίθετο

επεξεργασία

προορατικός, -ή, -ό

  1. που μπορεί και προβλέπει
  2. (κατ’ επέκταση) που προνοεί
     συνώνυμα: προνοητικός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία