προνοώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.noˈo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐νο‐ώ
Ρήμα
επεξεργασίαπρονοώ, πρτ.: προνοούσα, αόρ.: προνόησα (χωρίς παθητική φωνή)
- φροντίζω για κάτι πριν συμβεί ή εκδηλωθεί, μεριμνώ εκ των προτέρων
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις προ και νους
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προνοώ | προνοούσα | θα προνοώ | να προνοώ | προνοώντας | |
β' ενικ. | προνοείς | προνοούσες | θα προνοείς | να προνοείς | ||
γ' ενικ. | προνοεί | προνοούσε | θα προνοεί | να προνοεί | ||
α' πληθ. | προνοούμε | προνοούσαμε | θα προνοούμε | να προνοούμε | ||
β' πληθ. | προνοείτε | προνοούσατε | θα προνοείτε | να προνοείτε | προνοείτε | |
γ' πληθ. | προνοούν(ε) | προνοούσαν(ε) | θα προνοούν(ε) | να προνοούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προνόησα | θα προνοήσω | να προνοήσω | προνοήσει | ||
β' ενικ. | προνόησες | θα προνοήσεις | να προνοήσεις | προνόησε | ||
γ' ενικ. | προνόησε | θα προνοήσει | να προνοήσει | |||
α' πληθ. | προνοήσαμε | θα προνοήσουμε | να προνοήσουμε | |||
β' πληθ. | προνοήσατε | θα προνοήσετε | να προνοήσετε | προνοήστε | ||
γ' πληθ. | προνόησαν προνοήσαν(ε) |
θα προνοήσουν(ε) | να προνοήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προνοήσει | είχα προνοήσει | θα έχω προνοήσει | να έχω προνοήσει | ||
β' ενικ. | έχεις προνοήσει | είχες προνοήσει | θα έχεις προνοήσει | να έχεις προνοήσει | ||
γ' ενικ. | έχει προνοήσει | είχε προνοήσει | θα έχει προνοήσει | να έχει προνοήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προνοήσει | είχαμε προνοήσει | θα έχουμε προνοήσει | να έχουμε προνοήσει | ||
β' πληθ. | έχετε προνοήσει | είχατε προνοήσει | θα έχετε προνοήσει | να έχετε προνοήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προνοήσει | είχαν προνοήσει | θα έχουν προνοήσει | να έχουν προνοήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία προνοώ
Πηγές
επεξεργασία- προνοώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- προνοώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)