προορατικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προορατικότητα < προορατικός + -ότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
προορατικότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος προορατικός, η ιδιότητα ή η ικανότητα του προορατικού
- (κατ’ επέκταση) προνοητικότητα
Μεταφράσεις επεξεργασία
προορατικότητα