προεπενδυτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προεπενδυτικός < προ- + επενδυτικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική pre-investment)
Επίθετο
επεξεργασίαπροεπενδυτικός
- (οικονομία) που έχει σχέση με τη φάση ή τις διαδικασίες πριν από κάποια επένδυση ή αναφέρεται σ’ αυτές
- κόστος προεπενδυτικής μελέτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία προεπενδυτικός