↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προεπενδυτικός η προεπενδυτική το προεπενδυτικό
      γενική του προεπενδυτικού της προεπενδυτικής του προεπενδυτικού
    αιτιατική τον προεπενδυτικό την προεπενδυτική το προεπενδυτικό
     κλητική προεπενδυτικέ προεπενδυτική προεπενδυτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προεπενδυτικοί οι προεπενδυτικές τα προεπενδυτικά
      γενική των προεπενδυτικών των προεπενδυτικών των προεπενδυτικών
    αιτιατική τους προεπενδυτικούς τις προεπενδυτικές τα προεπενδυτικά
     κλητική προεπενδυτικοί προεπενδυτικές προεπενδυτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προεπενδυτικός < προ- + επενδυτικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική pre-investment)

  Επίθετο

επεξεργασία

προεπενδυτικός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία