Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επενδυτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
επενδυτικ
ός
η
επενδυτικ
ή
το
επενδυτικ
ό
γενική
του
επενδυτικ
ού
της
επενδυτικ
ής
του
επενδυτικ
ού
αιτιατική
τον
επενδυτικ
ό
την
επενδυτικ
ή
το
επενδυτικ
ό
κλητική
επενδυτικ
έ
επενδυτικ
ή
επενδυτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
επενδυτικ
οί
οι
επενδυτικ
ές
τα
επενδυτικ
ά
γενική
των
επενδυτικ
ών
των
επενδυτικ
ών
των
επενδυτικ
ών
αιτιατική
τους
επενδυτικ
ούς
τις
επενδυτικ
ές
τα
επενδυτικ
ά
κλητική
επενδυτικ
οί
επενδυτικ
ές
επενδυτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
επενδυτικός
<
επενδυτής
+
-ικός
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
e.pen.ði.tiˈkos
/
Επίθετο
επεξεργασία
επενδυτικός
που έχει
σχέση
με
επένδυση
, συμβάλλει ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
επενδύω
,
ενδύω
και
δύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επενδυτικός
γαλλικά
: d'
investissement
(fr)