Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προεγχειρητικός η προεγχειρητική το προεγχειρητικό
      γενική του προεγχειρητικού της προεγχειρητικής του προεγχειρητικού
    αιτιατική τον προεγχειρητικό την προεγχειρητική το προεγχειρητικό
     κλητική προεγχειρητικέ προεγχειρητική προεγχειρητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προεγχειρητικοί οι προεγχειρητικές τα προεγχειρητικά
      γενική των προεγχειρητικών των προεγχειρητικών των προεγχειρητικών
    αιτιατική τους προεγχειρητικούς τις προεγχειρητικές τα προεγχειρητικά
     κλητική προεγχειρητικοί προεγχειρητικές προεγχειρητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προεγχειρητικός < προ- + εγχειρητικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική préopératoire[1] [2])

  Επίθετο επεξεργασία

προεγχειρητικός, -ή, -ό

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. προεγχειρητικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. προεγχειρητικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)