πριόβολος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πριόβολος < μεσαιωνική ελληνική πυροβόλιον < αρχαία ελληνική πυροβόλος < πῦρ + βάλλω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπριόβολος αρσενικό
- (παρωχημένο) εξάρτημα τσακμακιού το οποίο συμβάλλει στη δημιουργία σπίθας για το άναμμα φωτιάς
- ※ Πάντως στορνάρι είναι και η γνωστή πέτρα, που είναι «πυρίτης λίθος», η παλιά τσακμακόπετρα με τον πριόβολο και την ίσκα, που έτσι ανάβανε τα τσιμπούκια τους και που κατ’ επέκταση σημαίνει λίθος σκληρός, αιχμηρός, αγύριστος. (Νικόλαος Γιαννούλης, Το Αρματολίκι του Ασπροποτάμου κι οι Στορναραίοι, εκδ. Ε.Μ.Ο.Τ. (Εκδρομικός & Μορφωτικός Όμιλος Τρικάλων), Αθήνα 1981, σελ. 37.)
- (κατ’ επέκταση) (παρωχημένο) τσακμάκι
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πριόβολος
|