ίσκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ίσκα | οι | ίσκες |
γενική | της | ίσκας | — | |
αιτιατική | την | ίσκα | τις | ίσκες |
κλητική | ίσκα | ίσκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ίσκα < μεσαιωνική ελληνική ἴσκα < λατινική esca < edo
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈi.ska/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ί‐σκα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαίσκα θηλυκό
- είδος μύκητα (Phellinus igniarius), που το ξέραιναν και τον χρησιμοποιούσαν, παλαιότερα, ως φιτίλι για τσακμάκι
- ※ Πάντως στορνάρι είναι και η γνωστή πέτρα, που είναι «πυρίτης λίθος», η παλιά τσακμακόπετρα με τον πριόβολο και την ίσκα, που έτσι ανάβανε τα τσιμπούκια τους και που κατ’ επέκταση σημαίνει λίθος σκληρός, αιχμηρός, αγύριστος. (Νικόλαος Γιαννούλης, Το Αρματολίκι του Ασπροποτάμου κι οι Στορναραίοι, εκδ. Ε.Μ.Ο.Τ. (Εκδρομικός & Μορφωτικός Όμιλος Τρικάλων), Αθήνα 1981, σελ. 37.)