Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ίσκα οι ίσκες
      γενική της ίσκας
    αιτιατική την ίσκα τις ίσκες
     κλητική ίσκα ίσκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Η ίσκα ή ύσκα στα ρωσικά σπίθα προέρχεται από το είδος τού μύκητα και αγαρικό.

  Ετυμολογία επεξεργασία

ίσκα < μεσαιωνική ελληνική ἴσκα < λατινική esca < edo

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈi.ska/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ί‐σκα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ίσκα θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία