Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσακμακόπετρα οι τσακμακόπετρες
      γενική της τσακμακόπετρας
    αιτιατική την τσακμακόπετρα τις τσακμακόπετρες
     κλητική τσακμακόπετρα τσακμακόπετρες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσακμακόπετρα < τσακμάκ(ι) + -ό- + πέτρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσακμακόπετρα θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο) η πέτρα του τσακμακιού
  2. (λαϊκότροπο) είδος πυρόλιθου που παράγει σπινθήρες όταν το χτυπάμε
     συνώνυμα: στουρναρόπετρα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία