χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός
με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πιστότερος η πιστότερη το πιστότερο
      γενική του πιστότερου της πιστότερης του πιστότερου
    αιτιατική τον πιστότερο την πιστότερη το πιστότερο
     κλητική πιστότερε πιστότερη πιστότερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πιστότεροι οι πιστότερες τα πιστότερα
      γενική των πιστότερων των πιστότερων των πιστότερων
    αιτιατική τους πιστότερους τις πιστότερες τα πιστότερα
     κλητική πιστότεροι πιστότερες πιστότερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πιστότερος < πιστ-ότερος, συγκριτικός βαθμός του πιστός. Δείτε και το αρχαίο πιστότερος

  Επίθετο

επεξεργασία

πιστότερος, -η, -ο

  1. που είναι πιο πιστός, πιο ακριβής με την έννοια ότι δεν προδίδει κάτι (π.χ. το αρχικό κείμενο, το πρωτότυπο ενός έργου)
    Λυπάμαι, η μακέτα είναι καλή αλλά εγώ θα ήθελα μια πιστότερη αναπαράσταση.
    Είναι πιστότερη μετάφραση, όμως, χάνει και πάλι το ύφος του Πόε
  2. (για έμψυχα) πιο πιστός
    Ο σκύλος είναι πιστότερο ζώο από τη γάτα

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία