πιστότερα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πιστότερα < συγκριτικός βαθμός του πιστά
Επίρρημα επεξεργασία
πιστότερα
- με πιο πιστό τρόπο (σπάνια για έμψυχα)
- Απέδωσε το έργο πιστότερα από τους άλλες μεταφρστές
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πιστότερα
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
πιστότερα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πιστότερο