πιστοδότης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πιστοδότης αρσενικό (θηλυκό πιστοδότρια)
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- πιστοδότηση
- πιστοδοτικός
- πιστοδότρια
- πιστοδοτώ
- → δείτε τις λέξεις πίστωση, πίστη και δίνω
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ πιστοδότης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ πιστοδότης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας