πιστοδότηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πιστοδότηση | οι | πιστοδοτήσεις |
γενική | της | πιστοδότησης* | των | πιστοδοτήσεων |
αιτιατική | την | πιστοδότηση | τις | πιστοδοτήσεις |
κλητική | πιστοδότηση | πιστοδοτήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πιστοδοτήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπιστοδότηση θηλυκό
- (οικονομία) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πιστοδοτώ
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις πιστοδότης, πίστωση, πίστη και δίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ πιστοδότηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)