πιστοδοτώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πιστοδοτώ < πιστοδότης + -ώ
Ρήμα
επεξεργασίαπιστοδοτώ (παθητική φωνή: πιστοδοτούμαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις πιστοδότης, πίστωση, πίστη και δίνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πιστοδοτώ | πιστοδοτούσα | θα πιστοδοτώ | να πιστοδοτώ | πιστοδοτώντας | |
β' ενικ. | πιστοδοτείς | πιστοδοτούσες | θα πιστοδοτείς | να πιστοδοτείς | (πιστοδότει) | |
γ' ενικ. | πιστοδοτεί | πιστοδοτούσε | θα πιστοδοτεί | να πιστοδοτεί | ||
α' πληθ. | πιστοδοτούμε | πιστοδοτούσαμε | θα πιστοδοτούμε | να πιστοδοτούμε | ||
β' πληθ. | πιστοδοτείτε | πιστοδοτούσατε | θα πιστοδοτείτε | να πιστοδοτείτε | πιστοδοτείτε | |
γ' πληθ. | πιστοδοτούν(ε) | πιστοδοτούσαν(ε) | θα πιστοδοτούν(ε) | να πιστοδοτούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πιστοδότησα | θα πιστοδοτήσω | να πιστοδοτήσω | πιστοδοτήσει | ||
β' ενικ. | πιστοδότησες | θα πιστοδοτήσεις | να πιστοδοτήσεις | πιστοδότησε | ||
γ' ενικ. | πιστοδότησε | θα πιστοδοτήσει | να πιστοδοτήσει | |||
α' πληθ. | πιστοδοτήσαμε | θα πιστοδοτήσουμε | να πιστοδοτήσουμε | |||
β' πληθ. | πιστοδοτήσατε | θα πιστοδοτήσετε | να πιστοδοτήσετε | πιστοδοτήστε | ||
γ' πληθ. | πιστοδότησαν πιστοδοτήσαν(ε) |
θα πιστοδοτήσουν(ε) | να πιστοδοτήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πιστοδοτήσει | είχα πιστοδοτήσει | θα έχω πιστοδοτήσει | να έχω πιστοδοτήσει | ||
β' ενικ. | έχεις πιστοδοτήσει | είχες πιστοδοτήσει | θα έχεις πιστοδοτήσει | να έχεις πιστοδοτήσει | ||
γ' ενικ. | έχει πιστοδοτήσει | είχε πιστοδοτήσει | θα έχει πιστοδοτήσει | να έχει πιστοδοτήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πιστοδοτήσει | είχαμε πιστοδοτήσει | θα έχουμε πιστοδοτήσει | να έχουμε πιστοδοτήσει | ||
β' πληθ. | έχετε πιστοδοτήσει | είχατε πιστοδοτήσει | θα έχετε πιστοδοτήσει | να έχετε πιστοδοτήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πιστοδοτήσει | είχαν πιστοδοτήσει | θα έχουν πιστοδοτήσει | να έχουν πιστοδοτήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία πιστοδοτώ