Ετυμολογία

επεξεργασία
πιστοδοτώ < πιστοδότης +

πιστοδοτώ (παθητική φωνή: πιστοδοτούμαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία