Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πιστοδότρια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
πιστοδότρι
α
οι
πιστοδότρι
ες
γενική
της
πιστοδότρι
ας
των
πιστοδοτρι
ών
αιτιατική
την
πιστοδότρι
α
τις
πιστοδότρι
ες
κλητική
πιστοδότρι
α
πιστοδότρι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πιστοδότρια
<
πιστοδότης
+
-τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πιστοδότρια
θηλυκό
θηλυκό
του
πιστοδότης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πιστοδότρια