πιστολήπτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πιστολήπτης αρσενικό (θηλυκό πιστολήπτρια)
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- πιστοληπτικός
- πιστολήπτρια
- → δείτε τις λέξεις πίστη και λαμβάνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
πιστολήπτης
|
- ↑ πιστολήπτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)