πιστοληπτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πιστοληπτικός < πιστολήπτης + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαπιστοληπτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον πιστολήπτη ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πιστοληπτικός
|