πιστολήπτρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πιστολήπτρια < πιστολήπτης + κατάληξη θηλυκού -τρια
Ουσιαστικό επεξεργασία
πιστολήπτρια θηλυκό
- θηλυκό του πιστολήπτης
Μεταφράσεις επεξεργασία
πιστολήπτρια
|
πιστολήπτρια θηλυκό
|