περιπτωσιολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περιπτωσιολογία < περίπτωσι(ς) + -ο- + -λογία, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική casuistique
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.ɾi.pto.si.o.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐πτω‐σι‐ο‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεριπτωσιολογία θηλυκό
- που περιορίζεται στο ειδικότερο, σε περιπτώσεις, αντί να αναφέρεται στο γενικότερο
- (φιλοσοφία) μέρος της ηθικής που ασχολείται με ειδικές περιπτώσεις του πρακτικού βίου
- → δείτε τον όρο καζουιστικός, καζουιστική ηθική
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη περίπτωση
Μεταφράσεις
επεξεργασία που ασχολείται με περιπτώσεις αντί με το γενικό
(φιλοσοφία)
→ δείτε τη λέξη καζουιστικός |
Πηγές
επεξεργασία- περιπτωσιολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- περιπτωσιολογία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)