καζουιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καζουιστικός < γαλλική casuistique < casuiste < ισπανική casuista < λατινική casus < cado < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱh₂d- (πέφτω)
Επίθετο
επεξεργασίακαζουιστικός
- που προσπαθεί να λύσει ηθικά ζητήματα εφαρμόζοντας γενικούς κανόνες