Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καζουιστικός η καζουιστική το καζουιστικό
      γενική του καζουιστικού της καζουιστικής του καζουιστικού
    αιτιατική τον καζουιστικό την καζουιστική το καζουιστικό
     κλητική καζουιστικέ καζουιστική καζουιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καζουιστικοί οι καζουιστικές τα καζουιστικά
      γενική των καζουιστικών των καζουιστικών των καζουιστικών
    αιτιατική τους καζουιστικούς τις καζουιστικές τα καζουιστικά
     κλητική καζουιστικοί καζουιστικές καζουιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καζουιστικός < γαλλική casuistique < casuiste < ισπανική casuista < λατινική casus < cado < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱh₂d- (πέφτω)

  Επίθετο επεξεργασία

καζουιστικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία