Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πεζούλι τα πεζούλια
      γενική του πεζουλιού των πεζουλιών
    αιτιατική το πεζούλι τα πεζούλια
     κλητική πεζούλι πεζούλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεζούλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πεζούλιον[1] / πεζοῦλι / πεσσούλιον < πέζα < αρχαία ελληνική πέζα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ped- (περπατώ, βαδίζω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /peˈzu.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ζού‐λι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πεζούλι ουδέτερο

  1. χαμηλό πέτρινο (ή από άλλα υλικά) τοιχίο, το οποίο στηρίζει κάτι ή πάνω στο οποίο κάθεται κάποιος
  2. η άκρη ενός πεζοδρομίου[2]

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. πεζούλι - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)