↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρλιακός η παρλιακή το παρλιακό
      γενική του παρλιακού της παρλιακής του παρλιακού
    αιτιατική τον παρλιακό την παρλιακή το παρλιακό
     κλητική παρλιακέ παρλιακή παρλιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρλιακοί οι παρλιακές τα παρλιακά
      γενική των παρλιακών των παρλιακών των παρλιακών
    αιτιατική τους παρλιακούς τις παρλιακές τα παρλιακά
     κλητική παρλιακοί παρλιακές παρλιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρλιακός < είτε πάρλ(α) + -ιακός,[1] είτε *παραλοϊκός < παρα- + λογικός με αποβολή του ημιφώνου [j] [2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /paɾ.ʎaˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παρ‐λια‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

παρλιακός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. παρλιακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας