παρατηρηθείς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.ti.ɾiˈθis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐τη‐ρη‐θείς
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | παρατηρηθείς | η | παρατηρηθείσα | το | παρατηρηθέν |
γενική | του | παρατηρηθέντος & παρατηρηθέντα1 |
της | παρατηρηθείσας & παρατηρηθείσης* |
του | παρατηρηθέντος |
αιτιατική | τον | παρατηρηθέντα | την | παρατηρηθείσα | το | παρατηρηθέν |
κλητική | παρατηρηθείς | παρατηρηθείσα | παρατηρηθέν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | παρατηρηθέντες | οι | παρατηρηθείσες | τα | παρατηρηθέντα |
γενική | των | παρατηρηθέντων | των | παρατηρηθεισών | των | παρατηρηθέντων |
αιτιατική | τους | παρατηρηθέντες | τις | παρατηρηθείσες | τα | παρατηρηθέντα |
κλητική | παρατηρηθέντες | παρατηρηθείσες | παρατηρηθέντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «παρευρεθείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Μετοχή επεξεργασία
παρατηρηθείς
- (λόγιο) που παρατηρήθηκε, που τον παρατήρησε κάποιος στο παρελθόν
- ↪ και ευθυγραμμίζεται με το μοντέλο που ακολουθούν τα άλλα παρατηρηθέντα πλανητικά συστήματα του γαλαξία
- ↪ Όζον: αξιολόγηση μοντέλων πρόβλεψης, παρατηρηθείσες τιμές, προβλεφθείσες τιμές, όρια υπερβάσεων... /οι παρατηρηθείσες αρρυθμίες
- (λόγιο) που έχει δεχθεί παρατήρηση στον παρελθόν
- ↪ Επιβάλλει στους παρατηρηθέντες ή αποβληθέντες ποδοσφαιριστές τις αντίστοιχες κατά περίπτωση πειθαρχικές κυρώσεις..
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη παρατηρώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
που τον παρατήρησαν
|
που του έκαναν παρατήρηση
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- παρατηρηθείς: ρηματικός τύπος
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
παρατηρηθείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παρατηρούμαι
- θα παρατηρηθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παρατηρούμαι