παράβλημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παράβλημα < αρχαία ελληνική παράβλημα < παραβάλλω < παρά + βάλλω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαράβλημα ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) ειδική (λαστιχένια ή από άλλο υλικό) κατασκευή που προφυλάσσει τα πλοία από την πλευρική σύγκρουση με άλλο πλοίο ή την προβλήτα
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- παράβλημα στη Βικιπαίδεια