↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πανδέκτης οι πανδέκτες
      γενική του πανδέκτη των πανδεκτών
    αιτιατική τον πανδέκτη τους πανδέκτες
     κλητική πανδέκτη πανδέκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πανδέκτης < (ελληνιστική κοινήπανδέκτης < αρχαία ελληνική πᾶς + δέκτης < δέχομαι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /panˈðe.ktis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παν‐δέ‐κτης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πανδέκτης αρσενικό

  1. αυτός που δέχεται τα πάντα [1]
  2. συλλογή διαφόρων (νομικών) κειμένων [2]

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Ηλίας Ιω. Καμπανάς, Λεξικό της Δημοτικής: Ορθογραφικό, Ερμηνευτικό, ετυμολογικό (Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά 1990)
  2. πανδέκτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας