εράνισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εράνισμα < ερανίζομαι + -μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
εράνισμα ουδέτερο
- απάνθισμα κειμένων, δοκιμίων ή φράσεων
- μουσικό ποτπουρί
- συλλογή
- ταξινόμηση
- εκλεκτική σύνθεση
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εράνισμα
|