αποθησαύριση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποθησαύριση | οι | αποθησαυρίσεις |
γενική | της | αποθησαύρισης* | των | αποθησαυρίσεων |
αιτιατική | την | αποθησαύριση | τις | αποθησαυρίσεις |
κλητική | αποθησαύριση | αποθησαυρίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποθησαυρίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αποθησαύριση < αποθησαυρίζω + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίααποθησαύριση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αποθησαυρίζω