Ετυμολογία

επεξεργασία
αποθησαυρίζω < (ελληνιστική κοινήἀποθησαυρίζω < αρχαία ελληνική θησαυρίζω < θησαυρός (2. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική thésauriser)

αποθησαυρίζω

  1. συγκεντρώνω πράγματα αξίας ή χρήματα
     συνώνυμα: αποταμιεύω, συσσωρεύω, αποθηκεύω
  2. καταγράφω λεξιλογικό ή κειμενικό υλικό που δεν έχει καταγραφεί, που είναι αθησαύριστο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία