Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποθησαυριστικός η αποθησαυριστική το αποθησαυριστικό
      γενική του αποθησαυριστικού της αποθησαυριστικής του αποθησαυριστικού
    αιτιατική τον αποθησαυριστικό την αποθησαυριστική το αποθησαυριστικό
     κλητική αποθησαυριστικέ αποθησαυριστική αποθησαυριστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποθησαυριστικοί οι αποθησαυριστικές τα αποθησαυριστικά
      γενική των αποθησαυριστικών των αποθησαυριστικών των αποθησαυριστικών
    αιτιατική τους αποθησαυριστικούς τις αποθησαυριστικές τα αποθησαυριστικά
     κλητική αποθησαυριστικοί αποθησαυριστικές αποθησαυριστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποθησαυριστικός < αποθησαυριστής + ικός

  Επίθετο επεξεργασία

αποθησαυριστικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία