Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αποθησαυρισμός οι αποθησαυρισμοί
      γενική του αποθησαυρισμού των αποθησαυρισμών
    αιτιατική τον αποθησαυρισμό τους αποθησαυρισμούς
     κλητική αποθησαυρισμέ αποθησαυρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποθησαυρισμός < (ελληνιστική κοινήἀποθησαυρισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποθησαυρισμός αρσενικό

  1. η συγκέντρωση πλούτου, θησαυρού, το μάζεμα χρημάτων
    όταν το κοινό χάσει την εμπιστοσύνη του στις τράπεζες τότε προτιμά τον αποθησαυρισμό έναντι των καταθέσεων σε λογαριασμούς όψεως
  2. συλλογή άγνωστων λέξεων ή κειμένων
  3. είναι μια ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή (εκ του compulsive hoarding), όπου η συνειδητοποίηση της σημασίας του συσσωρευμένων αντικειμενων υπερβαίνει κατά πολύ την πραγματική αξία τους και σε σοβαρές περιπτώσεις, τα σπίτια που ανήκουν σε τέτοιους ανθρώπους μπορεί να αποτελεσουν κίνδυνο πυρκαγιάς ή κίνδυνο για την υγεία (χαρτιά, παράσιτα, σκουπίδια)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία