Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αθησαύριστος η αθησαύριστη το αθησαύριστο
      γενική του αθησαύριστου της αθησαύριστης του αθησαύριστου
    αιτιατική τον αθησαύριστο την αθησαύριστη το αθησαύριστο
     κλητική αθησαύριστε αθησαύριστη αθησαύριστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αθησαύριστοι οι αθησαύριστες τα αθησαύριστα
      γενική των αθησαύριστων των αθησαύριστων των αθησαύριστων
    αιτιατική τους αθησαύριστους τις αθησαύριστες τα αθησαύριστα
     κλητική αθησαύριστοι αθησαύριστες αθησαύριστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αθησαύριστος < α- στερητικό + θησαυρίζω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

  Επίθετο επεξεργασία

αθησαύριστος, -η, -ο

στα μικρά χωριά της επαρχίας αυτής κρύβεται ένας ακόμη αθησαύριστος λαογραφικός πλούτος

  Μεταφράσεις επεξεργασία