αθησαύριστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αθησαύριστος, -η, -ο
- που δεν έχει θησαυριστεί, δεν έχει συλλεχθεί και μελετηθεί
- στα μικρά χωριά της επαρχίας αυτής κρύβεται ένας ακόμη αθησαύριστος λαογραφικός πλούτος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αθησαύριστος