Ετυμολογία

επεξεργασία
θησαυρίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θησαυρίζω < θησαυρός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /θi.saˈvɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θη‐σαυ‐ρί‐ζω

θησαυρίζω , πρτ.: θησαύριζα, στ.μέλλ.: θα θησαυρίσω, αόρ.: θησαύρισα, παθ.φωνή: θησαυρίζομαι, π.αόρ.: θησαυρίστηκα, μτχ.π.π.: θησαυρισμένος

  1. (αμετάβατο, χωρίς παθητική φωνή) γίνομαι πλούσιος
  2. (σπάνιο μεταβατικό και με παθητική φωνή)[1] μαζεύω, συγκεντρώνω κάτι που θεωρείται πολύτιμο ή χρήσιμο
    ※  Μην έχοντας δημιουργήσει δική του οικογένεια, άφησε πεθαίνοντας το σύνολο της περιουσίας που τόσα χρόνια θησαύριζε σε εμάς, τα ανίψια του, τα παιδιά των ευεργετών-αδελφών του (Απόστολος Δοξιάδης (1992) Ο θείος Πέτρος και η εικασία του Γκόλντμπαχ [μυθιστόρημα])
     συνώνυμα: αποθησαυρίζω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία

θησαυρίζω < θησαυρ(ός) + -ίζω

θησαυρίζω

  1. αποθηκεύω
  2. θησαυρίζω