Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θησαυρισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
θησαυρισμέν
ος
η
θησαυρισμέν
η
το
θησαυρισμέν
ο
γενική
του
θησαυρισμέν
ου
της
θησαυρισμέν
ης
του
θησαυρισμέν
ου
αιτιατική
τον
θησαυρισμέν
ο
τη
θησαυρισμέν
η
το
θησαυρισμέν
ο
κλητική
θησαυρισμέν
ε
θησαυρισμέν
η
θησαυρισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
θησαυρισμέν
οι
οι
θησαυρισμέν
ες
τα
θησαυρισμέν
α
γενική
των
θησαυρισμέν
ων
των
θησαυρισμέν
ων
των
θησαυρισμέν
ων
αιτιατική
τους
θησαυρισμέν
ους
τις
θησαυρισμέν
ες
τα
θησαυρισμέν
α
κλητική
θησαυρισμέν
οι
θησαυρισμέν
ες
θησαυρισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
θησαυρισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
θησαυρίζω
Μετοχή
επεξεργασία
θησαυρισμένος, -η, -ο
συνώνυμο
του
αποθησαυρισμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θησαυρισμένος