Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποθησαυρισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποθησαυρισμέν
ος
η
αποθησαυρισμέν
η
το
αποθησαυρισμέν
ο
γενική
του
αποθησαυρισμέν
ου
της
αποθησαυρισμέν
ης
του
αποθησαυρισμέν
ου
αιτιατική
τον
αποθησαυρισμέν
ο
την
αποθησαυρισμέν
η
το
αποθησαυρισμέν
ο
κλητική
αποθησαυρισμέν
ε
αποθησαυρισμέν
η
αποθησαυρισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποθησαυρισμέν
οι
οι
αποθησαυρισμέν
ες
τα
αποθησαυρισμέν
α
γενική
των
αποθησαυρισμέν
ων
των
αποθησαυρισμέν
ων
των
αποθησαυρισμέν
ων
αιτιατική
τους
αποθησαυρισμέν
ους
τις
αποθησαυρισμέν
ες
τα
αποθησαυρισμέν
α
κλητική
αποθησαυρισμέν
οι
αποθησαυρισμέν
ες
αποθησαυρισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
αποθησαυρισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
αποθησαυρίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποθησαυρισμένος
αγγλικά
:
hoarded
(en)